- φορτωτής
- ο1. εργάτης που έχει ως έργο του τη φόρτωση εμπορευμάτων.2. ο ιδιοκτήτης του φορτίου εμπορευμάτων, αυτός που αποστέλλει εμπόρευμα με φορτωτική (βλ. λ.).3. είδος οχήματος που χρησιμεύει στο φόρτωμα άλλων φορτηγών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.