φορτωτής

φορτωτής
ο
1. εργάτης που έχει ως έργο του τη φόρτωση εμπορευμάτων.
2. ο ιδιοκτήτης του φορτίου εμπορευμάτων, αυτός που αποστέλλει εμπόρευμα με φορτωτική (βλ. λ.).
3. είδος οχήματος που χρησιμεύει στο φόρτωμα άλλων φορτηγών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φορτωτής — ο, Ν 1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα 2. αποστολέας φορτίου 3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • διάκριση — η (AM διάκρισις) [διακρίνω] διαστολή, διαχωρισμός, ξεχώρισμα νεοελλ. 1. διαφορά 2. επίγνωση, συναίσθηση 3. διακριτικότητα, ευπρέπεια 4. προτίμηση 5. αντίληψη διαφοράς 6. πληθ. διακρίσεις δυσμενής μεταχείριση κατηγοριών ανθρώπων για λόγους… …   Dictionary of Greek

  • διεραμαντίτης — διεραμαντίτης, ο (Α) [διέραμα] φορτωτής σταριών που χρησιμοποιούσε το διέραμα …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”